ἀνηθέλαιον

ἀνηθέλαιον
ἀνηθέλαιον, τό,
A oil of dill, Gal.19.666, Orib.Fr.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνηθέλαιον — oil of dill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηθελαίου — ἀνηθέλαιον oil of dill neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηθελαίῳ — ἀνηθέλαιον oil of dill neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”